- ὑγρότροφος,
- ὑγρό-τροφος, sich im Wasser nährend, darin lebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
υγροτροφικός — ή, όν, Α (για ζώα) αυτός που τρέφεται μέσα στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τροφικός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ὑγροτρόφος (πρβλ. κοινο τροφικός)] … Dictionary of Greek